θειοκυανικό οξύ

θειοκυανικό οξύ
Οργανικό οξύ του τύπου Ν ≡ C-S-H. Η διαφορά του από το κυανικό οξύ είναι ότι έχει αντικατασταθεί το οξυγόνο του τελευταίου από θείο. Είναι άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με διαπεραστική οσμή και σημείο τήξης 5°C. Παρασκευάζεται με επίδραση θειικού οξέος στο άλας του με κάλιο και είναι σταθερό μόνο σε χαμηλή θερμοκρασία (περίπου -90°C) ή σε αραιά διαλύματα, όπου η διάσπασή του είναι σχεδόν πλήρης. Τα άλατά του με τα μέταλλα των αλκαλίων λαμβάνονται με τήξη των αντίστοιχων κυανιούχων αλάτων με θείο. Τα παράγωγα του θ.ο. και οι σύνθετοι εστέρες του χρησιμοποιούνται ως εντομοκτόνα και μυκητοκτόνα. To θ.ο. ονομάζεται και υδρορροδανικό οξύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”